- παρεπιστρέφω
- Α [επιστρέφω]1. στρέφομαι πλαγίως2. μέσ. παρεπιστρέφομαικαθώς βαδίζω στρέφομαι πίσω μου και παρατηρώ κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεπιστροφή — ἡ, Α [παρεπιστρέφω] στροφή, γύρισμα προς τα πλάγια … Dictionary of Greek